tango 1

 

Της Κατερίνας Καντσού

 

Το tango άρχισε στις γειτονιές των λιμανιών της εργατικής τάξης του Μπουένος Άιρες, στην Αργεντινή και την Ουρουγουάη.

Προέλευση του χορού
Η μορφή του χορού tango προέρχεται από την ισπανική habanera, την ουρουγουανή milonga και candombe, και λέγεται ότι περιέχει στοιχεία από την Αφρικανική κοινότητα στο Μπουένος Άιρες, επηρεασμένη από τις αρχαίες αφρικανικές μορφές χορού. Ο χορός δημιουργήθηκε στο Μπουένος Άιρες και το Μοντεβιδέο στα τέλη του 19ου αιώνα.

Η λέξη tango φαίνεται να ταυτίζεται με τον χορό πρώτη φορά στην Αργεντινή το 1890. Το 1902 η όπερα Teatro άρχισε να περιλαμβάνει το tango στο πρόγραμμα της. Αρχικά το tango ήταν ένας από τους πολλούς διαθέσιμους τοπικούς χορούς, αλλά σύντομα έγινε δημοφιλής σε όλη την κοινωνία .Διαδόθηκε από τα προάστια στις τρώγλες των εργατικών τάξεων, στις οποίες ζούσαν εκατοντάδες χιλιάδες μετανάστες από την Ευρώπη. Γι’ αυτόν τον λόγο το tango αναφέρεται συχνά ως μουσική των μεταναστών στην Αργεντινή.

 

Το τάνγκο πριν το 1910
Οι ρίζες του tango είναι πολλές και διαφορετικές: η μουσική και τα τραγούδια των gauchos (γκάουτσος, ενικός gaucho, ο Αργεντίνος κάου-μπόϋ) που είχαν επιρροές από την Ανδαλουσία της Ισπανίας και συνοδευόταν από παλαμάκια και χτυπήματα με το τακούνι, το Αφρικανικής προέλευσης (από το Κογκό) candombe που παιζόταν με κρουστά και οι αντίστοιχοι χοροί του μαύρου πληθυσμού, το bel canto και η canzonetta των Ιταλών μεταναστών μαζί με το πιο εξευγενισμένο χορευτικό τους στυλ, η Ισπανο-Κουβανική habanera, το vals.

Περίοδος 1910-1920 και η “ταγκομανία”
Η δεκαετία 1910-1920 είναι η περίοδος της διεθνούς “ταγκομανίας”. Γύρω στα 1910 το tango άρχισε να χορεύεται έξω από την Αργεντινή, ως ένας καινούριος χορός της μόδας, από τις αστικές τάξεις, ακόμη και από την αριστοκρατία, πρώτα στο Παρίσι και μετά στην υπόλοιπη Ευρώπη και στην Βόρεια Αμερική.  Εν μέρει εξ’αιτίας της διάδοσής του μεταξύ των αστών και των  αριστοκρατών της Ευρώπης, το tango την ίδια περίοδο αρχίζει να γίνεται αποδεκτό από τις αντίστοιχες τάξεις στην Αργεντινή. Το 1911 στα εγκαίνια του καμπαρέ Salón Armenonville στο Μπουένος Άϊρες συμμετέχει και ο Vicente Greco με την ορχήστρα του. Το 1921, στην ταινία’ The Four Horsemen of the Apocalypse’ (Οι Τέσσερεις Ιππότες της Αποκαλύψεως), ο διάσημος σταρ του κινηματογράφου της εποχής Ροντόλφο Βαλεντίνο χορεύει ένα tango, τεκμηριώνοντας έτσι την δημοτικότητα αυτού του χορού, αλλά και συμβάλλοντας στην παραπέρα διάδοσή του. Πάντως, το tango που χορεύει δείχνει απότομο και άτεχνο, και ακόμη το χορεύει ντυμένος gaucho (γκάουτσο), δηλαδή αργεντίνος κάου-μπόϋ, όπως επιβάλλει ο ρόλος του, κάτι που δεν συνάδει με την γέννηση του tango στην πόλη και από τους κατοίκους της, έστω και με ρίζες στην ύπαιθρο. Την ίδια περίοδο το tango φτάνει και στην Ελλάδα, ήδη το 1914 οι οπερέτες “Πόλεμος εν Πολέμω” του Σπύρου Σαμάρα και “Στα Παραπήγματα” του Θεόφραστου Σακελλαρίδη περιλαμβάνουν Ελληνικά ta. Στα επόμενα χρόνια, και ιδίως στον μεσοπόλεμο, κυκλοφορούσαν πάνω από εκατό Ελληνικά τάνγκο κάθε χρόνο.

Περίοδος 1920-1935 και ο Carlos Gardel
Στην Αργεντινή της δεκαετίας του ’20 το tango, βγαίνει από το περιθώριο και γίνεται πλέον αξιοσέβαστο και ως μουσική και ως χορός από τις μεσαίες τάξεις, που είναι πλέον διατεθειμένες να συντηρήσουν αίθουσες και επαγγελματίες μουσικούς με κλασσική παιδεία. Παράλληλα, σπουδαίοι Αργεντίνοι μουσικοί και τραγουδιστές ταξιδεύουν στην Ευρώπη, όπως ο Francisco Canaro που φθάνει στο Παρίσι με την ορχήστρα του το 1925 και ο Carlos Gardel που τραγουδά εκεί το 1928. Ο Carlos Gardel (1890-1935) είναι ο τραγουδιστής που στην Αργεντινή θεωρείται σχεδόν εθνικός ήρωας ή ημίθεος και συνδέθηκε με τη μετάβαση του tango από μουσική των λαϊκών γειτονιών σε απόλυτα αποδεκτό άκουσμα για την μεσαία τάξη. Ουσιαστικά δημιούργησε το tango-canción τραγουδώντας το 1917 το “Mi Noche Triste”. Τενόρος στην αρχή της καριέρας του και σχεδόν βαρύτονος αργότερα, τραγουδούσε με φωνή που χαρακτηριζόταν από δημιουργικότητα και θεατρικότητα ανάλογα με το θέμα. Έκανε πολλές ηχογραφήσεις και πρωταγωνίστησε και στον κινηματογράφο.

Η Χρυσή Εποχή του Tango, 1935-1955
Η “Χρυσή Εποχή” του tango ήταν η περίοδος 1935-1955, η οποία συνέπεσε περίπου με την εποχή των μεγάλων ορχηστρών τζαζ στις Η.Π.Α. Μερικές από τις πολύ δημοφιλείς ορχήστρες που είχαν επιρροή ήταν του Juan D’Arienzo (1900-1976), του Francisco Canaro (1888-1964) και του Aníbal Troilo (1914-1975). Ο D’Arienzo ήταν γνωστός ως el rey del compás (o βασιλιάς του ρυθμού) για τον επίμονο και σταθερό ρυθμό που παρουσιάζουν οι ηχογραφήσεις του. Ξεκινώντας κατά τη Χρυσή Εποχή και συνεχίζοντας κατόπιν, πολλές ηχογραφήσεις έκαναν και οι ορχήστρες των Osvaldo Pugliese (1905-1995) και Carlos di Sarli (1903-1960). Ο Di Sarli είχε πλούσιο και μεγαλοπρεπή ήχο, και τόνιζε τα έγχορδα, συμπεριλαμβανομένου του πιάνου, σε σχέση με το μπαντονεόν, όπως ακούγεται στο’ A La Gran Muñeca’ και στο Bahía Blanca’ (το όνομα της πόλης του). Οι πρώτες ηχογραφήσεις του Osvaldo Pugliese δεν διέφεραν πολύ από τις άλλες ορχήστρες, αλλά σιγά-σιγά οι συνθέσεις του έγιναν περισσότερο περίπλοκες ρυθμικά, όπως στα χαρακτηριστικά του κομμάτια ‘Recuerdo’ (1944) και ‘La Yumba’ (1946). Στην Ελλάδα του μεσοπολέμου γράφονταν πάνω από εκατό tango κάθε χρόνο, από συνθέτες όπως ο Κώστας Γιαννίδης, ο Αττίκ, ο Μιχαήλ Σουγιούλ και πολλοί άλλοι, τραγουδισμένα από την Σοφία Βέμπο, τη Δανάη Στρατηγοπούλου, την Κάκια Μένδρη, τον Νίκο Γούναρη και άλλους.

Περίοδος Τango 1955-1983
Το 1955 είναι η αρχή μιας περιόδου αστάθειας και επεμβάσεων του στρατού στην πολιτική που κράτησε ως το 1983. Σε αυτήν την περίοδο, οι μεγάλες χορευτικές ορχήστρες παρακμάζουν και κυριαρχούν ξανά τραγουδιστές- φίρμες (Roberto Goyeneche, Susana Rinaldi και άλλοι) που συχνά επανερμηνεύουν παλιότερες επιτυχίες αλλά, όπως και στην περίοδο 1920-1935, δεν απευθύνονται σε χορευτές. Ο σημαντικότερος συνθέτης του tango μετά την χρυσή εποχή, αλλά και ένας από τους σημαντικότερους όλων των εποχών, είναι ο Astor Piazzolla (1921-1992) του οποίου τα σημαντικότερα έργα ηχογραφήθηκαν από το 1960 μέχρι τον θάνατό του το 1992. Μολονότι αρχικά συνάντησε αντίδραση στην Αργεντινή, καθώς οι συνθέσεις του θεωρήθηκαν υπερβολικά νεωτερικές, είναι πλέον καθιερωμένος σαν ένας μεγάλος μουσικός.


Περίοδος της αναγέννησης, από το 1983 και μετά

Το 1983 σηματοδοτεί αφ’ ενός την πτώση της δικτατορίας στην Αργεντινή και αφ’ ετέρου την εμφάνιση της μουσικοχορευτικής θεατρικής παράστασης Tango Argentino, που περιόδευσε την Ευρώπη και την Βόρεια Αμερική. Και τα δύο γεγονότα θεωρούνται ότι συνέβαλλαν στην αναγέννηση του ενδιαφέροντος για το τάνγκο, ως μουσική και ως χορό, τόσο στην Αργεντινή όσο και στον υπόλοιπο κόσμο. Ακμάζουν ξανά ορχήστρες που παίζουν κλασσικά tango (Sexteto Mayor, Color Tango, και πολλές άλλες) και νέοι τραγουδιστές που ακόμη και όταν τραγουδούν καινούρια τραγούδια μένουν πιστοί στο ήθος και το ύφος του tango. Άλλες πρόσφατες τάσεις μπορούν να περιγραφούν ως “electro-tango”, όπου οι ηλεκτρονικές επιδράσεις μπορούν να είναι από ανεπαίσθητες έως κυρίαρχες. Σε αυτήν την κατηγορία ανήκουν το συγκρότημα Tanghetto, το συγκρότημα Narcotango του Carlos Libedinsky, το συγκρότημα Gotan Project (με βάση το Παρίσι), το συγκρότημα Bajofondo του Gustavo Santaolalla, κλπ. Κάποιοι χορευτές του tango ανά τον κόσμο απολαμβάνουν να χορεύουν αυτήν την μουσική, ενώ άλλοι την θεωρούν αποξενωμένη από την μουσική και χορευτική παράδοση και την αποφεύγουν. Άλλοι μουσικοί συνέχισαν στα ίχνη του Astor Piazzolla, χρησιμοποιώντας στο tango στοιχεία από την τζαζ και από την κλασική μουσική, παραδείγματος χάριν ο Dino Saluzzi, ο Rodolfo Mederos, ο Juan Maria Solare και ο Fernando Otero.