ΜΕΡΟΣ Β’ – Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΤΑΝΓΚΟ ΣΤΗΝ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ
Της Κατερίνας Καντσού
Το τάνγκο ξεκίνησε να εμφανίζεται στην Αθήνα τα τελευταία 10 χρόνια και από το 2004 και μετά άρχισε ν’ ακούγεται περισσότερο, όπου και ξεκίνησε η μεγάλη συσσώρευση ‘ειδικών’ για να το διδάξουν.
Μέχρι και εκείνη τη στιγμή, αποτελούσε μια άγνωστη ενασχόληση και φάνταζε ως κάτι μακρινό με την κουλτούρα και τα γούστα μας. Σταδιακά, όμως άρχισε ν’ αποκτάει ένα κοινό που όλο και μεγάλωνε για να φτάνει αυτή τη στιγμή να μετράει χιλιάδες θαυμαστές.
Όμως, τι κρύβεται πίσω απ’ αυτή την ενασχόλησή του μ’ ένα κοινό που συνεχίζει ν’ αυξάνεται ανακαλύπτοντας την μαγεία του;
Πρώτα απ’ όλα, είναι σίγουρα η επιρροή του ενός με τον άλλο. Ως συνήθως, έχουμε την τάση να μιμούμαστε και να πηγαίνουμε εκεί όπου οδεύει και η μεγαλύτερη μάζα ανθρώπων. Στην αρχή, ξεκινάει ως περιέργεια και μόλις αυτό φύγει, αυτό που μας κρατάει είναι η ευχαρίστηση που μας προκαλεί αυτό για το οποίο αποφασίσαμε ν’ ασχοληθούμε. Στη συνέχεια, είναι η αίσθηση του ότι χορεύουμε ένα χορό έξω απ’ τα παραδοσιακά σταθμά και μέτρα μας και διαφορετικό σε αίσθηση απ’ αυτούς που έχουμε συνηθίσει. Κι αυτό το κάνει συνάμα δύσκολο, μα και ενδιαφέρον.
Αυτό όμως, που κάνει το τάνγκο τόσο σημαντικό, είναι η αίσθηση του ανήκειν. Όλοι έχουμε ανάγκη από επικοινωνία (που στην περίπτωση αυτή είναι μη λεκτική), μια σύνδεση και μια αγκαλιά. Η αίσθηση ότι μπορούμε να αγγίζουμε και ν’ ακουμπάμε τον άλλον, μας γεμίζει με ζεστασιά κι ευφορία. Είναι μια σχέση δούναι και λαβείν. Αυτά τα στοιχεία θέλω να πιστεύω ότι είναι που θέλγουν τους περισσότερους.
Αν και υπάρχουν και οι περιπτώσεις που κάποιοι το κάνουν για επίδειξη. Κι εδώ ανοίγει ένα άλλο μεγάλο κεφάλαιο. Γιατί το τάνγκο μόνο επίδειξη δεν είναι.
ΟΙ ΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΗΣ ΑΘΗΝΑΣ ΚΑΙ Ο ΤΡΟΠΟΣ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑΣ ΤΟΥΣ
Δυστυχώς, οι περισσότεροι δάσκαλοι (όχι όλοι) μπαίνουν οι ίδιοι σε μια διαδικασία αυτο-προώθησης, επίδειξης και προσπάθειας κατάκτησης του τίτλου της φίρμας γύρω απ’ το όνομά τους, που όμως κανέναν δεν ωφελεί, μιας και δεν είναι αυτός ο σκοπός του συγκεκριμένου χορού. Μ’ αυτό τον τρόπο, μπαίνουν σε μια διαδικασία ανταγωνισμού με τους υπόλοιπους του είδους κι αυτό δεν οδηγεί πουθενά. Είναι ελάχιστες, έως μηδαμινές οι περιπτώσεις να προβάλλουν, όχι τις ικανότητες τις δικές τους, αλλά των μαθητών τους και να δείχνουν τη δουλειά τους με κάποιο σόου ή γιορτή στο τέλος της χρονιάς, όπου πρωταγωνιστές να είναι οι μαθητές τους κι όχι οι ίδιοι.
Άλλο σημείο που θα ‘θελα να τονίσω είναι η μεταδοτικότητα. Το γεγονός ότι κάποιος μπορεί να είναι καλός χορευτής, δεν συνεπάγεται κι απαραίτητα ότι είναι και καλός δάσκαλος. Η τεχνική, που αναμφισβήτητα σχεδόν όλοι κατέχουν, είναι κάτι που διδάσκεται, δουλεύεται και καλλιεργείται. Ο τρόπος, όμως που θα χειριστείς μια τάξη ανθρώπων και ο τρόπος που θα τους μεταδώσεις τις γνώσεις σου, είναι κάτι διαφορετικό. Και δεν διδάσκεται. Ή το έχεις ή δεν το έχεις.
Θέλω να πω, πως δεν αρκεί να γνωρίζεις μια πληθώρα βημάτων και να τα δείχνεις, πρέπει και να μπορείς να εμπνέεις τους μαθητές σου την ώρα που τα δείχνεις. Και σ’ αυτό το σημείο, χωλαίνουν οι περισσότεροι.
Γιατί ο χορός είναι πάνω απ’ όλα, έκφραση. Όχι όμως, απλών κινήσεων, αλλά του συναισθήματος. Πρέπει να μπορούν να μας κάνουν αρχικά να συνειδητοποιούμε το σώμα μας και τις δυνατότητές του για να μπορούμε στη συνέχεια να μετουσιώνουμε την κίνηση σε συναίσθημα.
Γιατί η κάθε κίνηση στο τάνγκο προκαλεί ένα συναίσθημα- αυτό πρέπει να μας βοηθούν να καταλαβαίνουμε και να μπορούμε να το εκφράζουμε.
Ο χορός είναι συναίσθημα. Ξεκινάει πρώτα με τη σκέψη, μετά με τη συνειδητοποίηση και τέλος με την πράξη, ως αποτέλεσμα έκφρασης αυτού του συναισθήματος. Και η κάθε κίνηση γεννάει με τη σειρά της κι άλλο συναίσθημα κι έτσι συνεχίζει.
Οι περισσότεροι, όμως αρέσκονται στο να δείχνουν βήματα (κάθε φορά και καινούρια) και φιγούρες, για να προχωράνε όλο και πιο γρήγορα παρακάτω, μη δίνοντάς μας το χρόνο να τα αντιληφθούμε και να τα κάνουμε κτήμα μας κι έτσι τα μαθαίνουμε λάθος ή και καθόλου.
Και μέσα σε όλα αυτά, θα αναφέρω ότι σε μια περίοδο που δεν μένει τίποτα όρθιο γύρω και το τάνγκο αποτελεί και μια διέξοδο διαφυγής για πολλούς, κάποιοι δάσκαλοι εκμεταλλεύονται το γεγονός της ανάγκης μας γι’ αυτό και χτυπάνε τις τιμές τους στα ύψη, καθιστώντας για τις πιο ασθενείς οικονομικά ομάδες αδύνατη την ενασχόλησή τους με αυτό τον χορό και κρατώντας τους μακριά από κάτι που αγαπάνε. Το τάνγκο όμως είναι τέχνη, όχι μέσο ανάδειξης πλουτισμού.
Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ ΤΑΝΓΚΟ
Το τάνγκο είναι μια ολόκληρη φιλοσοφία, μια κουλτούρα και κουβαλά από πίσω του μια μεγάλη ιστορία κι έναν πολιτισμό. Γεννήθηκε στις φτωχογειτονιές του Μπουένος Άιρες για να φτάσει να χορεύεται αυτή τη στιγμή στις μεγαλύτερες μιλόνγκες του κόσμου.
Αγαπήθηκε και συνεχίζει ν’ αγαπιέται από ανθρώπους όλων των φυλών και των εθνικοτήτων που δεν μπορούν να το αφήσουν, γιατί το ίδιο δεν σε αφήνει να το αφήσεις. Μαζί μ’ αυτό, εξελίσσεσαι κι εσύ μαζί του και δεν σταματάς να βελτιώνεσαι.
Είναι ο πιο ουσιαστικός διάλογος μεταξύ ενός ζευγαριού, η μεταξύ τους βαθιά επικοινωνία, το δόσιμό τους στη στιγμή, η βίωση του συναισθήματος στο εδώ και τώρα. Γιατί, όπως είπαμε, το τάνγκο είναι κυρίως συναίσθημα, ένα συναίσθημα που χορεύεται, ένα συναίσθημα που βιώνεται με όλες μας τις αισθήσεις. Ένα μονοπάτι προς όλες τις κατευθύνσεις, ένα άνοιγμα προς τον εαυτό μας και προς τους άλλους, μία σύνδεση μεταξύ κορμιών και ψυχών κι ένας ολόκληρος κόσμος από συναισθήματα κι εκφράσεις.
Και μπορείς να καταλάβεις τη μαγεία του, μόνο όταν το χορέψεις…
LA CANCION DE BUENOS AIRES
Buenos Aires, cuando lejos me vi
sólo hallaba consuelo
en las notas de un tango dulzón
que lloraba el bandoneón.
Buenos Aires, suspirando por ti
bajo el sol de otro cielo,
cuánto lloró mi corazón
escuchando tu nostálgica canción.
Canción maleva, canción de Buenos Aires,
hay algo en tus entrañas que vive y que perdura.
Canción maleva, lamento de amargura,
sonrisa de esperanza, sollozo de pasión.
Ese es el tango canción de Buenos Aires,
nacido en el suburbio que hoy reina en todo el mundo.
Este es el tango que llevo muy profundo
clavado en lo más hondo del criollo corazón.
Buenos Aires donde el tango nació,
tierra mía querida.
Yo quisiera poderte ofrendar
todo el alma en mi cantar
y le pido a mi destino el favor
de que al fin de mi vida
oiga el llorar del bandoneón
entonando tu nostálgica canción.
Αφήστε μια απάντηση
Για να σχολιάσετε πρέπει να συνδεθείτε.